Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἰς φαῦλον σκέμμα

См. также в других словарях:

  • σκέμμα — ατος, τὸ, ΜΑ 1. σχέδιο, τέχνασμα («συμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.) 2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.) αρχ. 1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»